Dictionary of Greek. 2013.
παπυρών — και παπυρεών, ῶνος, ό, Α τόπος κατάφυτος από το φυτό πάπυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + κατάλ. (ε)ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek